ἀνηλεῆ

ἀνηλεῆ
ἀνηλεής
without pity
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀνηλεής
without pity
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀνηλεής
without pity
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νηλεής — και νηλής και επικ. τ. νηλειής, ές (Α) 1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος 2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.) 3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου. επίρρ... νηλεώς και επικ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • νηλεόθυμος — νηλεόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό θυμος, μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • σκληρύνω — ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν [σκληρός] 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω 2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως αρχ. 1. παθ. σκληρύνομαι μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας 2. φρ. «σκληρύνω τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”